σκαρφαλωτός

σκαρφαλωτός
-ή, -ό, Ν [σκαρφαλώνω]
αυτός που έχει ανέβει σε κάποιο ψηλό ή δυσπρόσιτο μέρος με τη βοήθεια τών χεριών και τών ποδιών του («τόν βρήκε σκαρφαλωτό πάνω στη μουριά»).
επίρρ...
σκαρφαλωτά
με τρόπο σκαρφαλωτό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”